- εὐχαρίστησα
- εὐχαριστέωbestow a favour onaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστησάσης — εὐχαριστησά̱σης , εὐχαριστέω bestow a favour on aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστήσας — εὐχαριστήσᾱς , εὐχαριστέω bestow a favour on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστήσασα — εὐχαριστήσᾱσα , εὐχαριστέω bestow a favour on aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχαριστώ — ευχαριστώ, ευχαρίστησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. [μ ] ευχαριστεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής